Athonite Preposition List

From FrathWiki
Jump to navigationJump to search

Pronunciation Table - Πινακ από τι Προφόρ

Greek α αυ β γ γγ γκ γξ γχ δ ε ει ευ ζ η θ ι κ λ μ μπ ν ντ ξ ο ου π ρ ς τ τζ υ φ χ ψ ω
Athonite α αφ/β β γ γγ γκ γξ γχ δ ε ι εφ/β ζ ι θ ι κ λ μ μπ ν ντ ξ ο ου π ρ ς τ τζ ι φ χ ψ ο
Latin a af/v v g ng g ngks nch dh e i ef/v z i th i k l m b n d ks o u p r s t tz y f ch ps o
IPA /a/1 /af/2 /v/ /ɣ/3 /ŋ/ /g/ /ŋks/ /ŋç/ /ð/ /e/ /i/ /εf/4 /z/ /i/5 /θ/ /i/ /k/ /l/ /m/ /b/ /n/6 /d/ /ks/ /o/ /u/ /p/ /ɾ/ /s/7 /t/ /ʣ/ /i/ /f/ /ç/ /ps/ /o/

Notes - Σιμιοςις

  • 1 when accented, otherwise /ʌ/.
  • 2 αφ before voiceless consonants, αβ before voiced consonants or vowels.
  • 3 /ɣ/ before α, ο and ου; /j/ before ε and ι.
  • 4 εφ before voiceless consonants, εβ before voiced consonants or vowels.
  • 5 /j/ between vowels.
  • 6 final <n> before a voiceless stop becomes /m/ and the stop is voiced, e.g., δεν πιραζι, /ðembiˈrazi/, it doesn't matter.
  • 7 /z/ before voiced consonants.


List of prepositions

Ανα

  • Denotes change to, toward, or at an elevated place literally or figuratively: up (to).
Τι απιλιμέν γινέκ έτρεχε γίργορα ανα το λοφ.
The threatened woman quickly ran up the hill.

Αναλογ με

  • Denotes foundation or dependence; based-, depending-, -on.
Αναλογ με τι απαντις του, θα ςυνεχίςομε το εργ.
Depending on his response, we will continue the work.

Αντ

  • Denotes in place of, replacement or preference: for, instead of, in lieu of, rather than, as, in the place of, in exchange for, in return for, at the price of.
Θα ςε ςου πλιρoνo τρις δραχμές αντ εκίν τo ανθος.
I will pay you three drachmas for those flowers.
Ι κοπιλατες έπρεπε να χριςιμοπιου ςανιδες αντ κουπιά.
The rowers had to use boards for oars.
Αντ βοδίν ίχαμε αρν για διπνο.
Instead of beef we had lamb for supper.
Ο αρτοπόλ χριςιμοπιουςα μίλα αντ απιδια ς' αφτ το τουρτ.
The baker used apples rather than pears in this cake.
Θα μου δινις μιλο για αφτ το πορτοκάλ;
Will you give me an apple for this orange?

Απεναντ

  • Denotes relating to someone or something: toward, in relation to.
Ποια ινε τα ςυνεςθίματα ςου απεναντ του;
What are your feelings toward him?

Από

  • Denotes separation from support, attachment or position: off (of), from, of, away from.
εν από μις θα ινε εκί.
One of us will be there.
Δεν μπορό να ς' ελεφθερό από τι φιλάκ.
I am not able to free you from prison.
Ο διαφθερομεν διμαρχ ιταν βγαζομέν θες από το αξιωμ.
The corrupt mayor was removed from office yesterday.
Το τρομαζομέν αλογ πίδαγα κι ο αναβάτ έπεφτα από αυτόυ.
The frightened horse jumped and the rider fell off it.
  • Denotes movement or direction from the inside to the outside: (out) of, from (within).
Ο τρομαζομέν ένικι έτρεχαν από το κεοντ τιρι.
The frightened occupants ran from the burning building.
Τι νεάρ γινεκες κιτάζαγαν από το παραθιρ.
The young women were looking out (of) the window.
Ο χορικί άκουγαν το ιχο από μαχ από το φρουρι.
The villagers heard the sound of fighting from within the fortress.
Το ελάφ έφεβγα από το λιοντάρ.
The deer ran away from the lion.
  • Denotes from a past time: since.
Τιν νορίζο από περςι.
I have known her since last year.
  • Denotes egress; out of, from.
Ο νεός έπεφτα από τι φολί του.
The chick fell out of its nest.
  • Denotes agency: by.
Ιταν ςκοτομέν από το πατέρ του.
He was killed by his father.
  • Denotes comparison: than.
Άλογ ινε πιο μεγάλ από γελάδ.
A horse is bigger than a cow.

Διά

  • Denotes from one side of an opening to another; through.
Έριχνα το ςφιρ διά το παραθιρ.
He threw the hammer through the window.

Διπλα ςε

  • Denotes close physical proximity: next to, on, close to, against, beside, alongside.
Ο βοςκ περίμενε διπλα ςτο ιερ ςτο λοφ.
The shepherd waited beside the shrine on the hill.
Ο ψαρ ζουςε ςε ςπιτ διπλα ςτις λιμ.
The fisherman lived in a home on the lake.
Ο αγρότ παρκαρι το βαγόν διπλα ςτο ςπιτ.
The farmer parked the wagon against the house.
Ο ςκιλ έτρεχε διπλα μου μέχρι τι ταβέρν.
The dog ran alongside me all the way to the tavern.

Εκτ

  • Denotes exception; apart from, beside, besides, but for, except, save, other than, outside.
Εκτ εκίν εν θιελ, τι διακοπές μας ιταν ιπεροχ.
Apart from that one storm, our vacation was wonderful.
Γιοκ o καθέν εδό εκτ το Μπιλ κι γο.
There's no one here besides Bill and me.
Εκτ τι θαραλέ πραξι από το πολιςι, το πεδ να ίχε πεθαμέν.
But for the policeman’s brave deed, the child would have died.
Ιταν ολι εκί εκτ μου.
They were all there except/save me.
Δεν εχο χρίματα εκτ το λιγ νομίςματα ςτις τςεπι μου.
I have no money other than the few coins in my pocket.
Εκτ τι ομορφί τι, δεν εχι τιποτ γι' αφτίς.
Outside her beauty, she has nothing going for her.

Εν

  • Denotes stationary position or location within or movement into: at, in, into, on, to.
Ο πελόρ ογκολιθ έρχοταν να ςεκούραζε εν το πατ από το λοφ.
The gigantic boulder came to rest at the bottom of the hill.
βαλε το πιατα εν το ντουλάπ εν το αριςτέρ.
Please put the dishes in the cupboard on the left.
Τι καμαριέρ έβαλε το ρουχ εν το κουτ ιπο το κρεβάτ.
The maid put the clothing into the box under the bed.

Εντ

  • Denotes taking place in less time than specified: within, inside.
Μπορό να ολοκλιρονο αφτ τι εργαςί εντ τρις ορες.
I can complete this job within three hours.

Εξαπό

  • Denotes on or toward the exterior of: outside.
Ακούαμε δινατ θοριβ εξαπό τι πορτ.
We heard a loud noise outside the door.

Για

  • Denotes in order to obtain or acquire: for.
Μπορίς να πας ςτο μαγάζ για μερίκ αβγά;
Can you go to the store for some eggs?
  • Denotes in preparation for: for.
Ας τεκτενομε λιγ μπιρ για το εορτάςμ.
Let’s brew some beer for the celebration.
Πρεπι να πακεταρο για το ταξίδ μου.
I must pack for my trip.
  • Denotes intention: for.
Θα αγοραζο το κρας για το βραδίν.
I will buy the wine for the dinner.

Γιραπό

  • Denotes encirclement or in or to various directions or locations.
Γιραπό το ςαλόν ιταν δόδεκα ξιλιν καρεκλες.
About/On all sides of/All about the living room were twelve wooden chairs.
Ι τουριςτες τριγίριζαν γιραπό τι αγορ από κρε.
The tourists wandered about/around the meat market.
Ο πριγκιπ έτιςε τιχο γιραπό το καςτρο του.
The warlike prince built a wall around his castle.

Καθός κι

  • Denotes addition: as well as, besides, in addition to, with.
Φερτε το μαγιό ςου καθός κι τι αβλου ςου.
Bring your swimming suit as well as your towel.
Καθός κι μιτέρ, ιχε αναπιρ πιο παλέ αδέλφ για ιποςτιριξ.
Besides a mother, he has an invalid older sister to support.
Αγόραζε το αλογ καθώς κι τι ςελ.
He bought the horse with the saddle.

Κατά

  • Denotes in opposition to, in contact with, against, contrary to, opposite, up, with.
Έπρεπε να κοπιλατάν κατά το γριγορ ρεβμα.
They had to row against the current.
Βλέπαμε ο δρομέ να κλινι κατά το δεντ.
We saw the runner leaning against the tree.
Το κανο αφτό κατά τι πιο καλ κρις μου.
I do this against/contrary to my better judgment.
Ο αςθέν έχανα ο αγόν κατά τι αςθενι του.
The patient lost the struggle against his illness.
Ο ιπαλιλ ζίταγα αβάντς κατά το μιςθ του.
The employee asked for an advance against his salary.
Ο θεάτ ανάβενε το δεντ κατά το μαγάζ για να κιτά τι φοτί.
The onlooker climbed the tree opposite the store to look at the fire.
Ι γινέκ έπεζε κατά το ςιζιγ τι.
The woman played opposite her husband.
Ι εξερεβνιτές έπρεπε να πλέφςουν το βαρκ κατά το ανεμ.
The explorers had to sail the boat up wind.

Καταμίκ

  • Denotes in a parallel direction: along.
Ι κυνιγί περπάταγα καταμίκ το δρομ διά το δας.
The hunters walked along the road through the forest.

Καταπό

  • Denotes at or to a lower level than something else literally or figuratively: behind, below, beneath, under(neath).
Ο δρομέ έςπαγα το ποδ του καταπό το γονατ.
The runner broke his leg below the knee.
Καταπό εκίν αφςτίρ οψ χτυπά εβγενίκ καρδί.
Beneath that stern visage beats a kindly heart.
Ο αγρότ έθαβε το θιςάβρ του καταπό το πατομ από το ςπιτ του.
The farmer buried his treasure under(neath) the floor of his house.

Κατο

  • Denotes change to, toward or at a lower place either literally or figuratively: down (through).
Το ποτάμ ρι κατο το λοφ.
The river flows down the hill.
Ιταν ο φιλ μου κατο το ετι.
He has been my friend down through the years.
Ι διο βιδρες ακολούθαγαν το κανό μας κατο το ποτάμ.
The two otters followed our canoe down the river.
Ο εργάτ έπεφτα κατο τι ορόφ.
The workman fell down from the roof.

Λογο

  • Denotes causality: at, because of, by, for, in, of, on account of, by reason of, in consequence of, as a result of, out of, owing-, due -to, from, through, under, with.
Λογο τι βροχ δεν μπόραμε να παμε.
Because of the rain we could not go.
Λογο ετιμα μας, ο φίλακες άνιγαν τι πορτ από το κελ.
At our request, the guards opened the cell door.
Τι βαςιλις ιταν διαςιμ λογο τι ομορφί τι.
The queen was famous for her beauty.
Λογο αφτ τι περίςταςις, πρεπι να γιρίζομε πίςο.
Under these circumstances, we should turn back.
Λογο τι οψ, ι άνθροπι έγιναν χλομ λογο φοβ.
At the sight the people went pale with fear.

Με

  • Denotes instrumentality; with, by means of.
Με μαχέρ ο πολιςι μπορουςε να ανιγι τι πορτ.
By means of a knife the policeman was able to open the door.
Ο ξιφομάχ ςκότονα ο εχθρ με το ςπαθ του.
The swordsman killed the enemy with his sword.τουτις
  • Denotes the manner, method, way by which something is done: with, by means of, through, in.
Ιπιρετα ο Θεό με χαρ.
Serve God with gladness.
  • Denotes to the extent of: by.
Ι ικόν μετρά 5 με 8.
The picture measures 5 by 8.
Ινε πιο μικρότ από τι αδέλφ του μ' εν ιντς.
He is shorter than his older sister by one inch.
  • Denotes a means of conveyance: by.
Ι προςκινιτές πίγεναν με βαγόν ςτο ιερ.
The pilgrims went by wagon to the shrine.
  • Denotes accompaniment in time or space; with, in company with, along with.
Ι γιι μας έπεζαν με το ξαδέλφια τους ολ το απόγεβμα.
Our sons played with their cousins all afternoon.
Ο εμπορ με τρις ςινεργί λίςτεβαν το μαγάζ.
The trader in company with three associates robbed the store.
Ι βαςιλοπούλ άρχιζε να τραγουδά με τι χορωδί.
The princess began to sing along with the minstrels.
  • Denotes possessing a special characteristic: characterized by, with.
Ο πατέρ μου ινε ο αντρα με το μουςτάκ.
My father is the man with the moustache.

Μεςα ςε

  • Denotes interiority: inside, within.
Μεςα ςε καθ ψιμέν μιλ ιταν καρίδ.
Inside each baked apple was a walnut.
Δεν ινε επιτρεπομεν άλογα μεςα ςτις ιερ πολ.
Horses are not permitted within the holy city.

Μετά

  • Denotes on the farther side of time or space literally or figuratively: after, around, behind, beyond, on the other side of, outside.
Τι ορ ινε μετά τι μεςανικτ.
The time is after/past midnight.
Ο εξαντλιμέν ςτρατ έφτανα μετά χρονδιαγραμ.
The exhausted army arrived way behind schedule.
Ινε μετά τι ορ για τι ςπορά από κριθάρ.
It is beyond/past the time for sowing barley.
Ο ςχεδιάςμ ινε μετά τι κατανοις μου.
The plan is beyond my understanding.
Τι θαραλέ δρας από το ςτρατιότ ιταν μετά το καθίκ του.
The soldier's brave action was outside his duty.
Το πεδ από το χορίκ δεν μπορούςα να μετριςω μετά το δεκ.
The peasant’s child couldn't count past 10.

Μετάξ

  • Denotes situation or partition between two or more entities: among(st), (in) between, through, with.
Γιοκ τιμ μετάξ κλεφτες.
There is no honor among(st) thieves.
Τα μελίςια ινε βριςκομέν μετάξ το ςπιτ κι το αχιρόν.
The beehives are between the house and the barn.
Αφτ το βιβλί εχι περνομέν μετάξ πολί χέρια.
This book has passed through many hands.
  • Denotes in association or connection with: among(st), with(in).
Εκίν ινε εθιμ διμοφίλ μετάξ το άνθρoπι από τoυ εριμ.
That is a custom popular among(st)/with the desert people.

Μεχρι

  • Denotes at or during a time anterior to: before, by, no later than, of, to.
Ις' εδό μεχρι τι δις.
Be here by/no later than sunset.
  • Denotes up to a limit in space: as far as.
Ο ςκιλ έτρεχε διπλα μου μέχρι τι ταβέρν.
The dog ran alongside me as far as the tavern.

Μπρος

  • Denotes in a position forward of: in front of, before, ahead of, against, in advance of.
Ο ιερέ έςτεκε μπρος τι εκλιςί.
The priest stood in front of the church.
Ι ςκι από το πεδ προχόραγα μπρος του κι τον τρόμαζε.
The child’s shadow advanced before/ahead of him and frightened him.

Ος

  • Denotes up to a limit; at the edge of, as far as, as many as, to, until/till, (up) to.
Ο δολοφόν έςτεκε ος τι ακρ από το κρεμ κι τοτ πίδαγα.
The murderer stood at the edge of the cliff, then jumped.
Ίκοςι λεπτά ος πεντ
twenty minutes of/to five
Ος αφτ τι μερ, επιμενε οτ' ιχε δικι.
To this very day, he insists he was right.
Θα παμε μαζί ςου ος το ποτάμ.
We will go with you as far as the river.
Μπορίς να εχις ος πεντ μιλα.
You may have as many as five apples.
Θα ςε περιμένομε ος τι ανατόλ.
We will wait for you until/till sunup.
Ο ινοχό γέμιζε το φλιτζάν μου ος το χιλ.
The cupbearer filled my cup (up) to the brim.

Παναπό

  • Denotes to or at a higher level than something else literally or figuratively; above, over.
Ο ιπότ κράταγα το ςπαθ παναπό το κεφάλ του.
The knight held the sword above his head.
Ας περπαταμε παναπό τι γεφιρ.
Let's walk over the bridge.
Ο δαςκαλ έβαλε κιαν παν παναπό το ξιλιν τραπέζ.
The teacher laid a blue cloth over the wooden table.

Παρ

  • Denotes disregard for: despite, in spite of, for, in face of, notwithstanding.
Ο νεάρ πιγε ςτο κινίγι παρ τι ελιψ του από εμπιρί.
The young man went hunting despite his lack of experience.
Αφτ ο ςτρατιότ ινε καλ εργάτ παρ ότι εχι μονο εν χερ.
That soldier is a good worker for having only one arm.

Περ

  • Denotes movement past literally or figuratively: by, past.
Ο οδίγ οδίγαγα το βαγόν περ το πολιορκιμέν φρουρι.
The driver drove the wagon by/past the beseiged fortress.

Πις

  • Denotes posterior to in time or space; after, behind, following.
Ιταν πις τι μεςιμέρ ταν φτάναμε τελικά.
It was after noon when we finally arrived.
Μπορουςα να βλεπω το καπν από τι φωτιάς από τι πευκοδάς πις μου.
I could see the smoke of the pine forest fire behind me.
Πις τι μαχ, τι γινεκες έψαχναν επιζοντες.
Following the battle, the women looked for survivors.

Πριν

  • Denotes before in time: before, previous to.
Το λεοφορί αναχορί πριν τι μεςιμέρ.
The bus leaves before noon.

Προς

  • Denotes motion towards literally or figuratively: to, toward, at, into.
Το κοπάδ κίναγε προς το ποτάμ.
The herd moved off toward the river.
Ο πεζοπόρ έριχνα τι πετρ προς το πλιςιαζοντ αρκούδ.
The hiker threw the rock at the approaching bear.
Αβρι το κοπάδ θα κινε προς το βουνά.
Tomorrow the flock will move into the mountains.
Πανε προς το παρτ κι εχε καλ χρον.
Go to the party and have a good time.

Σαν

  • Denotes similarity or likeness: like, similar to.
Ι ςιντάγ ςου ινε ςαν δικ μου.
Your recipe is like/similar to mine.
Απλονις ο ουρανί ςαν ςκιν.
You spread out the heavens like a tent.

Σε

  • Denotes position on top of literally or figuratively: on, over, to, upon.
Θα βριςκις το καπέλ ςτο τραπέζ ςτο διαδρομ.
You will find the hat on the table in the hall.
Εφάρμοζαν κοκιν χρομα ςτο παλέ βαγόν.
They applied red paint to the old wagon.
  • Denotes the indirect object of the verb: for, to; or indicates a relationship to an adjective: to.
Αφτ τα κοκιν κι κιτριν ανθι ινε ςε ςου.
These red and yellow flowers are for you.
Τι ομιλί του ίταν καθάρ ς' ολ.
His speech was clear to all.
  • Denotes duration or extension through space literally or figuratively; (all) over, through(out).
Σ' ολ τι χορ βαρδ μεγάλ χαρ.
Throughout the nation there was great joy.
Το τραγούδ μπορούςε να ινε ακουςμέν (ολ) ςε ολακιρ του ςτρατοπεδ.
The singing could be heard (all) over the whole camp.
Ο βαςιλί ιπε ότι μπορί να τριγιρίζουμε ςτο καςτρο.
The king said we might wander through the castle.
  • Denotes change from one form into another: into.
Έκανε το κομάτ χαρτ ςε αεροπλάν.
He made the piece of paper into an airplane.

Σχετίκ με

  • Denotes reference or interest; concerning, concern with, about, regarding, in/with regard-, with respect-, -to.
Ο πορθμέ δεν ίξερε τιποτ ςχετίκ με το χρίματα.
The ferryman knew nothing about the money.
Σχετίκ με τι επιςτόλ ςου, θ' απαντό αβρι.
In/with regard to your letter, I will answer tomorrow.
Σχετίκ με τι νος ςου, διαφονό.
With respect to your knowledge, I disagree.

Χορίς

  • Denotes having a lack of something; without.
Ι επιζοντες ταξίδεβαν για τρις μερες απεναντ τι εριμ χορίς νερ.
The survivors traveled three days across the desert without water.


Athonite Dictionary a-e