Athonite Vocabulary

From FrathWiki
Revision as of 17:28, 2 August 2009 by Caeruleancentaur (talk | contribs) (Reorganized.)
Jump to navigationJump to search
  • Athonite(Greek) words pertinent to the MR
    • Athonite nouns are indeclinable.
    • Greek endings in parentheses.
    • Words of Turkish origin in red.

Animals

  • elephant - φιλ

Buildings

  • aviary - πτινοπτροφί (πτηνοπτροφείο)
  • balcony - μπαλκόν(ι)
  • bank - τράπεζ(α)
  • basement - ιπόγι (υπόγειο)
  • beacon - φαρ(ος)
  • bedroom - κρενατοκάμαρ(α)
  • columbarium - περιςτερών(ας)
  • garage - γαράδζ
  • museum of antiquities - μουςί αρχιότιτ ((μουσείο αρχιότητα)

Food and Drink

  • alcoholic beverage - αλκολίκ ουχ (αλκοολικός ούχο)
  • banana - μουζ
  • orange - πορτακάλ

Government

  • act - νομοχέδι(ο)
  • amendment - τροπολόγι(ία)
  • anniversary - επέτι (επέτειος)
  • gendarmery - χωροφυλάκ(ή)
  • identification card - ταυτίς(η)κάρτ(α)
  • national defense
  • national holidays - εθνίκ(ές) εόρτ(ές)
  • passport - διαβατίρι (διαβατήριο)
  • port of entry -
  • public census - διμός απογράφ (διμόσιος απογραφή)
  • taxation - φορολόγι(ία)
  • self-rule - αυτόνομ(η) εξούςι(ία)

Military

  • barracks - κιςλ
  • brigade - τουγά
  • battalion - ταμπούρ
  • company - μπολούκ
  • cruiser - κρουβαςώρ
  • insignia - ιςαρέτ

People

  • admiral - αμιράλ
  • alderman - διμοτίκ (δημοτικός) ςύμβουλ(ος)
  • ambassador - πρεςβ(ης)
  • archiater - αρχίατ(ρος)
  • captain - γιουζμπάς
  • castellan - φρουράρχ(α)
  • colonel -άλμπα
  • constable - κοντοςταύλ(οσ)
  • corporal - ώνμπας
  • diplomat - διπλωμάτ(ης)
  • guest master - αρχοντάρ(ι)
  • husband - εφέντ
  • lieutenant - τεγμέν
  • seneschal - λογοθέτ(ης)
  • sergeant - τςάβους
  • wife - χάνιμ

Religion

  • abbey - μοναςτίρι (μοναςτήριο)

Transportation (Μεταφόρ[ά])

  • airplane - ταιάρ
  • ambulance - νοςοκομιάκ (νοσοκομειακό)
  • avenue - λεωφόρ(ος)
  • canal - διώρυγ(α)
  • paved roads - πλακόςτρατ(ος)
  • runway - πιςτ
  • taxi - ταξί

Other

  • battery - μπατάρ
  • bay - κολπ (κόλπος)
  • beach - αμουδί (αμμουδία)
  • border planting - μεθόρ(ιος) φύτεμ(α)
  • city - ςεχίρ
  • crimes - έγκιμα (έγκημα)
  • firearms - εθνίκ(ός) ςύμβολ(ο)πυροβόλ(ο) όπλ(ο)
  • flag - μπαϊράκ
  • golden eagle protection - ψρυςαέτ(ος) προςτάς(ία)</font)
    • flag code - κώδικ(ας)
  • livestock - ξω(α) κτινοτρόφι(ίας)
  • national emblems - εθνίκ(ός) ςύμβολ(ο)
  • penalties - πιν (ποινή)
  • reconstruction - αναςυγκρότις (αναςυγκρότηση)
  • rifle - τουφέκ
  • wildlife sanctuary - άγρι(α) ζω(α) καταφύγ(ιο)