Athonite Vocabulary

From FrathWiki
Revision as of 05:34, 3 August 2009 by Caeruleancentaur (talk | contribs) (Vocabulary added.)
Jump to navigationJump to search
  • Athonite words pertinent to the MR.
    • These are words that I've needed (or just liked) as I have been putting together information about the MR.
    • Greek endings (or words) in parentheses.
    • The Greek medial sigma σ is not used; only the final form ς.
    • Double letters in Greek are made single in Athonite.
    • Words of Turkish origin in red.

Animals

  • bird of prey - αρπατίκ πουλ (αρπατικό πουλί)
  • chicken -
  • dog -
  • donkey -
  • elephant - φιλ (I know, it's a homonym with friend! I'll have to work on that.)
  • fish - ψαρ
  • goat -
  • golden eagle - χρυςαέτ(ος)

Buildings

  • aviary - πτινοπτροφί (πτηνοπτροφείο)
  • balcony - μπαλκόν(ι)
  • bank - τράπεζ(α)
  • bakery - φουρν(ος)
  • basement - ιπόγι (υπόγειο)
  • beacon - φαρ(ος)
  • bedroom - κρενατοκάμαρ(α)
  • boarding house - πανςί(όν)
  • boat house - λεμβοςτάςι(ο)
  • book shop - βιβλιοπωλί (βιβλιοπωλείο)
  • brasserie - μπυραρί(α)
  • brewery - ζυθοπί(ζυθοποιία)
  • butcher shop - κρεοπωλί (κρεοπωλείο)
  • café - καφετέρι(α)
  • cellar - κελάρ(ι)
  • columbarium - περιςτερών(ας)
  • garage - γαράδζ
  • hostelry - ξενών(ας)
  • museum of antiquities - μουςί αρχιότιτων (μουσείο αρχιότητα)
  • town hall - διμαρχί (δημαρχείο)
  • windmill - ανεμόμιλ (ανεμόμηλος)

Food and Drink

  • alcoholic beverage - αλκολίκ ουχ (αλκοολικός ούχο)
  • banana - μουζ
  • brandy - μπράντι
  • orange - πορτακάλ

Government

  • act - νομοχέδι(ο)
  • amendment - τροπολόγι(ία)
  • anniversary - επέτι (επέτειος)
  • budget - προϋπολογίςμ(ός)
  • census - απογράφ(η)
  • civil law - αςτίκ δικέ (αστικό δικαίο)
  • gendarmery - χωροφυλάκ(ή)
  • identification card - ταυτίς(η)κάρτ(α)
  • national defense
  • national holidays - εθνίκ(ές) εόρτ(ές)
  • passport - διαβατίρι (διαβατήριο)
  • port of entry -
  • Privy Council - ανακτοβούλι(ο)
    • Privy Councilor - ανακτοςύμβούλ(ος)
  • proof of purchase - απόδιξ αγορίς (απόδειξη αγοράς)
  • public census - διμός απογράφ (διμόσιος απογραφή)
  • tax - φορ(ος)
  • tax, income - ειςοδίμ (εισοδήμος)
    • taxation - φορολόγι(ία)
  • self-rule - αυτόνομ(η) εξούςι(ία)
  • VAT - φορ(ος) Προςτιθέμεν(ης) Αξίις(ας)

Military

  • barracks - κιςλ
  • brigade - τουγά
  • battalion - ταμπούρ
  • company - μπολούκ
  • cruiser - κρουβαςώρ
  • insignia - ιςαρέτ

People

  • admiral - αμιράλ
  • alderman - διμοτίκ (δημοτικός) ςύμβουλ(ος)
  • alien, foreigner - αλοδάπ (αλλοδαπός)
  • ambassador - πρεςβ(ης)
  • archiater - αρχίατ(ρος)
  • attendant - ακόλουθ(ος)
  • bailiff - φρουρ(ός)
  • benefactor - ευεργίτ (ευεργήτης)
  • captain - γιουζμπάς
  • caretaker - θιρώρ(ος) επιςτάτις
  • cashier - ταμί(ας)
  • castellan - φρουράρχ(α)
  • citizen - πολίτ(ης)
  • city dweller - αςτ(ός)
  • colonel -άλμπα
  • constable - κοντοςταύλ(οσ)
  • corporal - ώνμπας
  • diplomat - διπλωμάτ(ης)
  • guest master - αρχοντάρ(ι)
  • husband - εφέντ
  • judge - δικάςτ(ής)
  • lieutenant - τεγμέν
  • mayor - δίμαρχ (δήμαρχος)
  • Mr. - Κυρ(ιος)
  • Mrs. - Κύρι(α)
  • reporter - διμοςιογράφ(δημοσιογράφος)
  • representative - αντιπρόςωπ(ος)
  • seneschal - λογοθέτ(ης)
  • sergeant - τςάβους
  • shepherd - βοςκ(ός)
  • tourist - τουριςτίκ(ός)
  • wife - χάνιμ

Religion

  • abbey - μοναςτίρι (μοναστήριο)
  • chapel - εξωκλίς (εξωκλήσι)
  • wooden "bell" - ςίμαντρο (σήμαντρο)

Transportation (Μεταφόρ[ά])

  • airplane - ταιάρ
  • ambulance - νοςοκομιάκ (νοσοκομειακό)
  • avenue - λεωφόρ(ος)
  • bicycle - ποδίλατ (ποδήλατο)
  • buggy - αμαξάκ(ι)
  • bus - λεωφορί (λεωφορείo)
    • bus stop - ςτας(η) λεωφορίου (λεωφορείoυ)
    • bus conductor- ιςπράκτορ (εισπράκτορας)
  • cable car - τελεφερίκ(ό)
  • canal - διώρυγ(α)
  • carriage - βαγόν(ι)
  • cart - κουβάλ(ά)
  • highway - εθνικόδ (εθνική οδός)
  • paved roads - πλακόςτρατ(ος)
  • runway - πιςτ
  • taxi - ταξί
    • taxi driver - ταξίτς (ταξιτζής)

Other

  • battery - μπατάρ
  • bay - κολπ (κόλπος)
  • beach - αμουδί (αμμουδία)
  • beret - μπερέ(ς)
  • border planting - μεθόρ(ιος) φύτεμ(α)
  • bowling - μπόουλινγκ
  • canyon - φαράγγ(ι)
  • carnival - καρναβάλ(ι)
  • café - καφετέρι(α)
  • chronicle - χρονίκ(ό)
  • firearms - πυροβόλ(ο) όπλ(ο)
  • flag - μπαϊράκ
  • golden eagle protection - χρυςαέτ(ος) προςτάς(ία)</font)
    • flag code - κώδικ(ας)
  • livestock - ξω(α) κτινοτρόφι(ίας)
  • national emblems - εθνίκ(ός) ςύμβολ(ο)
  • penalties - πιν (ποινή)
  • reconstruction - αναςυγκρότις (αναςυγκρότηση)
  • rifle - τουφέκ
  • vineyard - αμπέλ(ι)
  • viticulture - αμπελοκομί(α)
  • wildlife sanctuary - άγρι(α) ζω(α) καταφύγ(ιο)