Athonite Vocabulary
From FrathWiki
Jump to navigationJump to search
- Athonite words pertinent to the MR. These are words that I've needed as I have been putting together informationi about the MR.
- Athonite nouns are indeclinable.
- Greek endings (or words) in parentheses.
- Words of Turkish origin in red.
Animals
- bird of prey - αρπατίκ πουλ (αρπατικό πουλί)
- elephant - φιλ
Buildings
- aviary - πτινοπτροφί (πτηνοπτροφείο)
- balcony - μπαλκόν(ι)
- bank - τράπεζ(α)
- bakery - φουρν(ος)
- basement - ιπόγι (υπόγειο)
- beacon - φαρ(ος)
- bedroom - κρενατοκάμαρ(α)
- boarding house - πανςί(όν)
- boat house - λεμβοςτάςι(ο)
- book shop - βιβλιοπωλί (βιβλιοπωλείο)
- brasserie - μπυραρί(α)
- brewery - ζυθοπί(ζυθοποιία)
- butcher shop - κρεοπωλί (κρεοπωλείο)
- café - καφετέρι(α)
- cellar - κελάρ(ι)
- columbarium - περιςτερών(ας)
- garage - γαράδζ
- museum of antiquities - μουςί αρχιότιτων (μουσείο αρχιότητα)
- windmill - ανεμόμιλ (ανεμόμηλος)
Food and Drink
- alcoholic beverage - αλκολίκ ουχ (αλκοολικός ούχο)
- banana - μουζ
- brandy - μπράντι
- orange - πορτακάλ
Government
- act - νομοχέδι(ο)
- amendment - τροπολόγι(ία)
- anniversary - επέτι (επέτειος)
- budget - προϋπολογίςμ(ός)
- census - απογράφ(η)
- civil law - αςτίκ δικέ (αςτικό δικαίο)
- gendarmery - χωροφυλάκ(ή)
- identification card - ταυτίς(η)κάρτ(α)
- national defense
- national holidays - εθνίκ(ές) εόρτ(ές)
- passport - διαβατίρι (διαβατήριο)
- port of entry -
- Privy Council - ανακτοβούλι(ο)
- Privy Councilor - ανακτοςύμβούλ(ος)
- proof of purchase - απόδιξ αγορίς (απόδειξη αγοράς)
- public census - διμός απογράφ (διμόσιος απογραφή)
- taxation - φορολόγι(ία)
- self-rule - αυτόνομ(η) εξούςι(ία)
Military
- barracks - κιςλ
- brigade - τουγά
- battalion - ταμπούρ
- company - μπολούκ
- cruiser - κρουβαςώρ
- insignia - ιςαρέτ
People
- admiral - αμιράλ
- alderman - διμοτίκ (δημοτικός) ςύμβουλ(ος)
- alien, foreigner - αλοδάπ (αλλοδαπός)
- ambassador - πρεςβ(ης)
- archiater - αρχίατ(ρος)
- attendant - ακόλουθ(ος)
- bailiff - φρουρ(ός)
- benefactor - ευεργίτ (ευεργήτης)
- captain - γιουζμπάς
- caretaker - θιρώρ(ος) επιςτάτις
- cashier - ταμί(ας)
- castellan - φρουράρχ(α)
- citizen - πολίτ(ης)
- city dweller - αςτ(ός)
- colonel -άλμπα
- constable - κοντοςταύλ(οσ)
- corporal - ώνμπας
- diplomat - διπλωμάτ(ης)
- guest master - αρχοντάρ(ι)
- husband - εφέντ
- lieutenant - τεγμέν
- Mr. - Κυρ(ιος)
- Mrs. - Κύρι(α)
- representative - αντιπρόςωπ(ος)
- seneschal - λογοθέτ(ης)
- sergeant - τςάβους
- wife - χάνιμ
Religion
- abbey - μοναςτίρι (μοναςτήριο)
- wooden "bell" - ςίμαντρο (σήμαντρο)
Transportation (Μεταφόρ[ά])
- airplane - ταιάρ
- ambulance - νοςοκομιάκ (νοσοκομειακό)
- avenue - λεωφόρ(ος)
- bicycle - ποδίλατ (ποδήλατο)
- buggy - αμαξάκ(ι)
- bus - λεωφορί (λεωφορείo)
- bus stop - ςτας(η) λεωφορίου (λεωφορείoυ)
- bus conductor- ιςπράκτορ (εισπράκτορας)
- cable car - τελεφερίκ(ό)
- canal - διώρυγ(α)
- carriage - βαγόν(ι)
- cart - κουβάλ(ά)
- paved roads - πλακόςτρατ(ος)
- runway - πιςτ
- taxi - ταξί
- taxi driver - ταξίτς (ταξιτζής)
Other
- battery - μπατάρ
- bay - κολπ (κόλπος)
- beach - αμουδί (αμμουδία)
- beret - μπερέ(ς)
- border planting - μεθόρ(ιος) φύτεμ(α)
- bowling - μπόουλινγκ
- canyon - φαράγγ(ι)
- carnival - καρναβάλ(ι)
- café - καφετέρι(α)
- chronicle - χρονίκ(ό)
- firearms - πυροβόλ(ο) όπλ(ο)
- flag - μπαϊράκ
- golden eagle protection - χρυςαέτ(ος) προςτάς(ία)</font)
- flag code - κώδικ(ας)
- livestock - ξω(α) κτινοτρόφι(ίας)
- national emblems - εθνίκ(ός) ςύμβολ(ο)
- penalties - πιν (ποινή)
- reconstruction - αναςυγκρότις (αναςυγκρότηση)
- rifle - τουφέκ
- vineyard - αμπέλ(ι)
- viticulture - αμπελοκομί(α)
- wildlife sanctuary - άγρι(α) ζω(α) καταφύγ(ιο)