Athonite Vocabulary: Difference between revisions
From FrathWiki
Jump to navigationJump to search
(Vocabulary added.) |
(Vocabulary added.) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
*goat - <font color=blue>γίδα</font> | *goat - <font color=blue>γίδα</font> | ||
**goatherd - <font color=blue>γιδάρ(ις)</font> | **goatherd - <font color=blue>γιδάρ(ις)</font> | ||
*golden eagle - <font color=blue> | *golden eagle - <font color=blue>χρυςαίτ(χρυςαήτος)</font> | ||
====Buildings==== | ====Buildings or Stores==== | ||
*aviary - <font color=blue>πτινοπτροφί (πτηνοπτροφείο)</font> | *aviary - <font color=blue>πτινοπτροφί (πτηνοπτροφείο)</font> | ||
*balcony - <font color=blue>μπαλκόν(ι)</font> | *balcony - <font color=blue>μπαλκόν(ι)</font> | ||
Line 47: | Line 47: | ||
**farmer - <font color=blue>αγρότ(ης)</font> | **farmer - <font color=blue>αγρότ(ης)</font> | ||
**farmyard - <font color=blue>περίπολ(ος) αγρόκτιμου (αγρόκτημου)</font> | **farmyard - <font color=blue>περίπολ(ος) αγρόκτιμου (αγρόκτημου)</font> | ||
*flea market - <font color=blue>γιουςουρούμ</font> | |||
*garage - <font color=blue>γαράδζ</font> | *garage - <font color=blue>γαράδζ</font> | ||
*gate - <font color=blue>αυλόπορτ(α)</font> | |||
*greengrocer - <font color=blue>μανάβικ(ο)</font> | |||
*ground floor - <font color=blue>ιςόγι (ιςόγειο)</font> | |||
*gymnasium - <font color=blue>γυμναςτίρ (γυμναςτήριο)</font> | |||
*hangar - <font color=blue>υπόςτεγ(ο)</font> | |||
*hostelry - <font color=blue>ξενών(ας)</font> | *hostelry - <font color=blue>ξενών(ας)</font> | ||
*kitchen - <font color=blue>κουζίν(α)</font> | |||
*museum of antiquities - <font color=blue>μουςί αρχιότιτων (μουσείο αρχιότητα)</font> | *museum of antiquities - <font color=blue>μουςί αρχιότιτων (μουσείο αρχιότητα)</font> | ||
*station - <font color=blue>ςταθ(ός)</font> | *station - <font color=blue>ςταθ(ός)</font> | ||
Line 136: | Line 143: | ||
**fire engine - <font color=blue>μιχάν (μηχανή) πυροςβέςτου</font> | **fire engine - <font color=blue>μιχάν (μηχανή) πυροςβέςτου</font> | ||
*fishmonger - <font color=blue>ιςχυοπόλ(ης)</font> | *fishmonger - <font color=blue>ιςχυοπόλ(ης)</font> | ||
*flight attendant - <font color=blue>αεροςυνόδ(ός)</font> | |||
*foreigner - <font color=blue>ξεν(ος)</font> | |||
*forester - <font color=blue>δαςοφύλακ(ος)</font> | |||
*guest master - <font color=blue>αρχοντάρ(ι)</font> | *guest master - <font color=blue>αρχοντάρ(ι)</font> | ||
*gymnast - <font color=blue>γυμνάςτ(ής)</font> | |||
**gymnastics - <font color=blue>γυμναςτίκ(ή)</font> | |||
*husband - <font color=red>εφέντ</font> | *husband - <font color=red>εφέντ</font> | ||
*judge - <font color=blue>δικάςτ(ής)</font> | *judge - <font color=blue>δικάςτ(ής)</font> | ||
Line 174: | Line 186: | ||
*cart - <font color=blue>κουβάλ(ά) </font> | *cart - <font color=blue>κουβάλ(ά) </font> | ||
*dock - <font color=blue>λάπαθ(ο) </font> | *dock - <font color=blue>λάπαθ(ο) </font> | ||
*hearse - <font color=blue>νεκροφόρ(α) </font> | |||
*helicopter - <font color=blue>ελικόπτερ(ο) </font> | |||
*hearse - <font color=blue>νεκροφόρ(α) </font> | |||
*highway - <font color=blue>εθνικόδ (εθνική οδός) </font> | *highway - <font color=blue>εθνικόδ (εθνική οδός) </font> | ||
*hovercraft - <font color=blue>χοβερκραφτ</font> | |||
*lane - <font color=blue>λωρίδ(α) </font> | *lane - <font color=blue>λωρίδ(α) </font> | ||
*lane - <font color=blue>λωρίδ(α) </font> | *lane - <font color=blue>λωρίδ(α) </font> | ||
Line 204: | Line 220: | ||
**flag code - <font color=blue>κώδικ(ας)</font> | **flag code - <font color=blue>κώδικ(ας)</font> | ||
*golden eagle protection - <font color=blue>χρυςαέτ(ος) προςτάς(ία)</font) | *golden eagle protection - <font color=blue>χρυςαέτ(ος) προςτάς(ία)</font) | ||
*livestock - <font color=blue>ξω(α) | *gratuity - <font color=blue>χρυςαέτ(ος) προςτάς(ία)</font) | ||
*grocery - <font color=blue>μπακάλικ(ο)</font> | |||
*guidebook - <font color=blue>οδίγ (οδιγός)</font> | |||
*holiday resort - <font color=blue>θέρετρ(ο)</font> | |||
*independence - <font color=blue>ανεξαρτιςί(α)</font> | |||
**Independence Day - <font color=blue>ιμέρ (ημέρα) ανεξαρτιςίου</font> | |||
*livestock - <font color=blue>ξω(α) κτινοτρόφιου</font> | |||
*national emblems - <font color=blue>εθνίκ(ός) ςύμβολ(ο)</font> | *national emblems - <font color=blue>εθνίκ(ός) ςύμβολ(ο)</font> | ||
*Order of Merit of the Garden of the All-holy - <font color=blue>Τάγμ' Ευπιίs Κίπου Παναγίις (Τάγμα Ευποιίas του Κήπου της Παναγίας)</font> | *Order of Merit of the Garden of the All-holy - <font color=blue>Τάγμ' Ευπιίs Κίπου Παναγίις (Τάγμα Ευποιίas του Κήπου της Παναγίας)</font> |
Revision as of 11:19, 3 August 2009
- Athonite words pertinent to the MR.
- These are words that I've needed (or just liked) as I have been putting together information about the MR.
- Greek endings (or words) in parentheses.
- The Greek medial sigma σ is not used; only the final form ς.
- Double letters in Greek are made single in Athonite.
- Words of Turkish origin in red.
Animals
- bird of prey - αρπατίκ πουλ (αρπατικό πουλί)
- chicken - kotόπουλ(ο)
- dog - ςκυλ(ος)
- donkey ον(ος)
- donkey driver- ονιλάτ (ονηλάτης)
- donkey ον(ος)
- eagle - αίτ (αητός)
- eaglet - αιτόπουλ (αητόπουλο)
- fish - ψαρ
- goat - γίδα
- goatherd - γιδάρ(ις)
- golden eagle - χρυςαίτ(χρυςαήτος)
Buildings or Stores
- aviary - πτινοπτροφί (πτηνοπτροφείο)
- balcony - μπαλκόν(ι)
- bank - τράπεζ(α)
- bakery - φουρν(ος)
- barber shop - κουρί (κουρείο)
- basement - ιπόγι (υπόγειο)
- bathroom - λουτρ(ό)
- beacon - φαρ(ος)
- bedroom - κρεναταρί
- boarding house - πανςί(όν)
- boat house - λεμβοςτάςι(ο)
- book shop - βιβλιοπωλί (βιβλιοπωλείο)
- brasserie - μπυραρί(α)
- brewery - ζυθοπί(ζυθοποιία)
- butcher shop - κρεοπωλί (κρεοπωλείο)
- café - καφετέρι(α)
- cellar - κελάρ(ι)
- cellar - κελάρ(ι)
- coffee shop - καφενί (καφενείο)
- courtyard - αυλ(ή)
- dining room - τραπεζαρί(α)
- eyrie - αιτοφωλί (αητοφωλιά)
- factory - εργοςτάςι (εργοςτάςιο)
- farm - αγρόκτιμ (αγρόκτημα)
- farmer - αγρότ(ης)
- farmyard - περίπολ(ος) αγρόκτιμου (αγρόκτημου)
- flea market - γιουςουρούμ
- garage - γαράδζ
- gate - αυλόπορτ(α)
- greengrocer - μανάβικ(ο)
- ground floor - ιςόγι (ιςόγειο)
- gymnasium - γυμναςτίρ (γυμναςτήριο)
- hangar - υπόςτεγ(ο)
- hostelry - ξενών(ας)
- kitchen - κουζίν(α)
- museum of antiquities - μουςί αρχιότιτων (μουσείο αρχιότητα)
- station - ςταθ(ός)
- station master - ςταθμάρχ(ης)
- town hall - διμαρχί (δημαρχείο)
- windmill - ανεμόμιλ (ανεμόμηλος)
Food and Drink
- alcoholic beverage - αλκολίκ ουχ (αλκοολικός ούχο)
- banana - μουζ
- brandy - μπράντι
- chicken soup - κoτόςουπ(α)
- flat bread - λαγάν(α)
- orange - πορτακάλ
Government
- act - νομοχέδι(ο)
- amendment - τροπολόγι(ία)
- anniversary - επέτι (επέτειος)
- budget - προϋπολογίςμ(ός)
- census - απογράφ(η)
- civil law - αςτίκ δικέ (αστικό δικαίο)
- civil wedding - πολίτικ(ος) γαμ(ος)
- council - συμβούλι δίμου (συμβούλιο δήμος)
- councillor - διμότικ σύμβουλ (δημότικος σύμβουλος)
- court - δικαςτίρι (δικαςτήρι)
- court of appeal - εφετί (εφετείο)
- court of first instance - προτ δικί (προτο δικείο)
- customs - τελωνί (τελωνείο)
- customs official - τελωνιάκ (τελωνείακός)
- diplomat - διπλωμάτ(ης)
- election - εκλόγ(ες)
- gendarmery - χωροφυλάκ(ή)
- identification card - ταυτίς(η)κάρτ(α)
- mail - ταχιδρομί (ταχιδρομείο)
- mail wagon - ταχιδρομίκ άμαξ (ταχιδρομική άμαξa)
- national defense
- national holidays - εθνίκ(ές) εόρτ(ές)
- passport - διαβατίρι (διαβατήριο)
- port of entry -
- Privy Council - ανακτοβούλι(ο)
- Privy Councilor - ανακτοςύμβούλ(ος)
- proof of purchase - απόδιξ αγορίς (απόδειξη αγοράς)
- public census - διμός απογράφ (διμόσιος απογραφή)
- self-rule - αυτόνομ(η) εξούςι(ία)
- tax - φορ(ος)
- tax, income - ειςοδίμ (εισοδήμος)
- taxation - φορολόγι(ία)
- tax official - έφορ(ος)
- treaty - ςυνθίκ (συνθήκη)
- VAT - φορ(ος) Προςτιθέμεν(ης) Αξίις(ας)
Military
- barracks - κιςλ
- brigade - τουγά
- battalion - ταμπούρ
- company - μπολούκ
- cruiser - κρουβαςώρ
- insignia - ιςαρέτ
People
- admiral - αμιράλ
- alderman - διμοτίκ (δημοτικός) ςύμβουλ(ος)
- alien, foreigner - αλοδάπ (αλλοδαπός)
- ambassador - πρεςβ(ης)
- archiater - αρχίατ(ρος)
- attendant - ακόλουθ(ος)
- bailiff - φρουρ(ός)
- benefactor - ευεργίτ (ευεργήτης)
- captain - γιουζμπάς
- caretaker - θιρώρ(ος) επιςτάτις
- cashier - ταμί(ας)
- castellan - φρουράρχ(α)
- citizen - πολίτ(ης)
- city dweller - αςτ(ός)
- colonel - άλμπα
- columnist - αρθρογράφ(ος)
- commandant - δικίτ (διοικητής)
- constable - κοντοςταύλ(οσ)
- corporal - ώνμπας
- customer - μονοτέρ(ήσ)
- diplomat - διπλωμάτ(ης)
- editor - ςυντάκτ(ης)
- fireman - πυροςβέςτ(ης)
- fireboat - μπουρλότ(ο
- fire brigade - πυροςβεςτίκ(ή) υπερεςί(α)
- fire engine - μιχάν (μηχανή) πυροςβέςτου
- fishmonger - ιςχυοπόλ(ης)
- flight attendant - αεροςυνόδ(ός)
- foreigner - ξεν(ος)
- forester - δαςοφύλακ(ος)
- guest master - αρχοντάρ(ι)
- gymnast - γυμνάςτ(ής)
- gymnastics - γυμναςτίκ(ή)
- husband - εφέντ
- judge - δικάςτ(ής)
- lieutenant - τεγμέν
- mayor - δίμαρχ (δήμαρχος)
- midwife - μαμ(ή)
- Mrs. - Κύρι(α)
- passenger - επιβάτ(ης)
- registrar - λιξίαρχ (ληξίαρχης)
- reporter - διμοςιογράφ(δημοσιογράφος)
- representative - αντιπρόςωπ(ος)
- seneschal - λογοθέτ(ης)
- sergeant - τςάβους
- shepherd - βοςκ(ός)
- squadron commander - μίραρχ (μοίραρχος)
- tourist - τουριςτίκ(ός)
- wife - χάνιμ
Religion
- abbey - μοναςτίρι (μοναστήριο)
- chapel - εξωκλίς (εξωκλήσι)
- wooden "bell" - ςίμαντρο (σήμαντρο)
Transportation (Μεταφόρ[ά])
- airplane - ταιάρ
- ambulance - νοςοκομιάκ (νοσοκομειακό)
- avenue - λεωφόρ(ος)
- bicycle - ποδίλατ (ποδήλατο)
- buggy - αμαξάκ(ι)
- bus - λεωφορί (λεωφορείo)
- bus stop - ςτας(η) λεωφορίου (λεωφορείoυ)
- bus conductor- ιςπράκτορ (εισπράκτορας)
- cable car - τελεφερίκ(ό)
- canal - διώρυγ(α)
- Xerxes canal - διώρυγ Ξέρξου (διώρυγα Ξέρξου)
- carriage - βαγόν(ι)
- cart - κουβάλ(ά)
- dock - λάπαθ(ο)
- hearse - νεκροφόρ(α)
- helicopter - ελικόπτερ(ο)
- hearse - νεκροφόρ(α)
- highway - εθνικόδ (εθνική οδός)
- hovercraft - χοβερκραφτ
- lane - λωρίδ(α)
- lane - λωρίδ(α)
- pathway - μονοπάτι(α)
- runway - πιςτ
- taxi - ταξί
- taxi driver - ταξίτς (ταξιτζής)
- tunnel - ςίραγγ (σήραγγα)
- tunnel - ςίραγγ (σήραγγα)
Other
- Athens - κλινάςτ (κλεινό άστυ)
- banner - λάβαρ(ο)
- battery - μπατάρ
- bay - κολπ (κόλπος)
- beach - αμουδί (αμμουδία)
- beret - μπερέ(ς)
- border planting - μεθόρ(ιος) φύτεμ(α)
- bowling - μπόουλινγκ
- canyon - φαράγγ(ι)
- carnival - καρναβάλ(ι)
- café - καφετέρι(α)
- certificate of merit - εύριμ (εύρημα)
- chronicle - χρονίκ(ό)
- coat of arms - ικόςιμ (οικόσημος)
- firearms - πυροβόλ(ο) όπλ(ο)
- fishing boat - ψαρόβαρκ(α)
- flag - μπαϊράκ
- flag code - κώδικ(ας)
- golden eagle protection - χρυςαέτ(ος) προςτάς(ία)</font)
- gratuity - χρυςαέτ(ος) προςτάς(ία)</font)
- grocery - μπακάλικ(ο)
- guidebook - οδίγ (οδιγός)
- holiday resort - θέρετρ(ο)
- independence - ανεξαρτιςί(α)
- Independence Day - ιμέρ (ημέρα) ανεξαρτιςίου
- livestock - ξω(α) κτινοτρόφιου
- national emblems - εθνίκ(ός) ςύμβολ(ο)
- Order of Merit of the Garden of the All-holy - Τάγμ' Ευπιίs Κίπου Παναγίις (Τάγμα Ευποιίas του Κήπου της Παναγίας)
- penalties - πιν (ποινή)
- reconstruction - αναςυγκρότις (αναςυγκρότηση)
- rifle - τουφέκ
- vineyard - αμπέλ(ι)
- viticulture - αμπελοκομί(α)
- wildlife sanctuary - άγρι(α) ζω(α) καταφύγ(ιο)
- wild olive - κότιν(ος)