Athonite Vocabulary: Difference between revisions

From FrathWiki
Jump to navigationJump to search
(Vocabulary added.)
(Vocabulary added.)
Line 56: Line 56:
*hostelry - <font color=blue>ξενών(ας)</font>
*hostelry - <font color=blue>ξενών(ας)</font>
*kitchen - <font color=blue>κουζίν(α)</font>
*kitchen - <font color=blue>κουζίν(α)</font>
*landlord - <font color=blue>νικοκύρ (νοικοκύρης)</font>
*lighthouse - <font color=blue>φαρ(ος)</font>
**lighthouse keeper - <font color=blue>φαροφύλακ(ος)</font>
*loo - <font color=blue>τουαλέτ(α)</font>
*maternity ward - <font color=blue>μευτίρι (μαιευτήριο)</font>
*marina - <font color=blue>μαρίν(α)</font>
*museum of antiquities - <font color=blue>μουςί αρχιότιτων (μουσείο αρχιότητα)</font>
*museum of antiquities - <font color=blue>μουςί αρχιότιτων (μουσείο αρχιότητα)</font>
*station - <font color=blue>ςταθ(ός)</font>
*station - <font color=blue>ςταθ(ός)</font>
Line 68: Line 74:
*chicken soup - <font color=blue>κoτόςουπ(α)</font>
*chicken soup - <font color=blue>κoτόςουπ(α)</font>
*flat bread - <font color=blue>λαγάν(α)</font>
*flat bread - <font color=blue>λαγάν(α)</font>
*mulberry - <font color=blue>μουρ(ο)</font>
*orange - <font color=blue>πορτακάλ</font>
*orange - <font color=blue>πορτακάλ</font>


Line 89: Line 96:
*gendarmery - <font color=blue>χωροφυλάκ(ή)</font>
*gendarmery - <font color=blue>χωροφυλάκ(ή)</font>
*identification card - <font color=blue>ταυτίς(η)κάρτ(α)</font>
*identification card - <font color=blue>ταυτίς(η)κάρτ(α)</font>
*mail - <font color=blue>ταχιδρομί (ταχιδρομείο)</font>
*Lord Chamberlain - <font color=blue>αυλάρχ(ης)</font>
**mail wagon - <font color=blue>ταχιδρομίκ άμαξ (ταχιδρομική άμαξa)</font>
*Lord Chancellor - <font color=blue>υπούργ(ος) δικεοςύνου (δικαιοςύνης)</font>
*mail -
**mailman - <font color=blue>ταχυδρόμ(ος)</font>
**mail wagon -
*national defense
*national defense
*national holidays - <font color=blue>εθνίκ(ές) εόρτ(ές)</font>
*national holidays - <font color=blue>εθνίκ(ές) εόρτ(ές)</font>
Line 151: Line 161:
*husband - <font color=red>εφέντ</font>
*husband - <font color=red>εφέντ</font>
*judge - <font color=blue>δικάςτ(ής)</font>
*judge - <font color=blue>δικάςτ(ής)</font>
*landlord - <font color=blue>νικοκύρ (νοικοκύρης)</font>
*lieutenant - <font color=red>τεγμέν</font>
*lieutenant - <font color=red>τεγμέν</font>
*life guard - <font color=blue>ναυαγοςώςτ(ης)</font>
*mayor - <font color=blue>δίμαρχ (δήμαρχος)</font>
*mayor - <font color=blue>δίμαρχ (δήμαρχος)</font>
*midwife - <font color=blue>μαμ(ή)</font>
*midwife - <font color=blue>μαμ(ή)</font>
*miller - <font color=blue>μυλών(άς)</font>
*Mrs. - <font color=blue>Κύρι(α)</font>
*Mrs. - <font color=blue>Κύρι(α)</font>
*passenger - <font color=blue>επιβάτ(ης)</font>
*passenger - <font color=blue>επιβάτ(ης)</font>
Line 226: Line 239:
*independence - <font color=blue>ανεξαρτιςί(α)</font>
*independence - <font color=blue>ανεξαρτιςί(α)</font>
**Independence Day - <font color=blue>ιμέρ (ημέρα) ανεξαρτιςίου</font>
**Independence Day - <font color=blue>ιμέρ (ημέρα) ανεξαρτιςίου</font>
*livestock - <font color=blue>ξω(α) κτινοτρόφιου</font>
*large village - <font color=blue>κεφαλοχώρ(ι)</font>
*loom - <font color=blue>αργαλί (αργαλείος)</font>
*movie - <font color=blue>τενί (ταινία)</font>
*national emblems - <font color=blue>εθνίκ(ός) ςύμβολ(ο)</font>
*national emblems - <font color=blue>εθνίκ(ός) ςύμβολ(ο)</font>
*Order of Merit of the Garden of the All-holy - <font color=blue>Τάγμ' Ευπιίs Κίπου Παναγίις (Τάγμα Ευποιίas του Κήπου της Παναγίας)</font>
*Order of Merit of the Garden of the All-holy - <font color=blue>Τάγμ' Ευπιίs Κίπου Παναγίις (Τάγμα Ευποιίas του Κήπου της Παναγίας)</font>

Revision as of 11:51, 3 August 2009

  • Athonite words pertinent to the MR.
    • These are words that I've needed (or just liked) as I have been putting together information about the MR.
    • Greek endings (or words) in parentheses.
    • The Greek medial sigma σ is not used; only the final form ς.
    • Double letters in Greek are made single in Athonite.
    • Words of Turkish origin in red.

Animals

  • bird of prey - αρπατίκ πουλ (αρπατικό πουλί)
  • chicken - kotόπουλ(ο)
  • dog - ςκυλ(ος)
  • donkey ον(ος)
    • donkey driver- ονιλάτ (ονηλάτης)
  • donkey ον(ος)
  • eagle - αίτ (αητός)
    • eaglet - αιτόπουλ (αητόπουλο)
  • fish - ψαρ
  • goat - γίδα
    • goatherd - γιδάρ(ις)
  • golden eagle - χρυςαίτ(χρυςαήτος)

Buildings or Stores

  • aviary - πτινοπτροφί (πτηνοπτροφείο)
  • balcony - μπαλκόν(ι)
  • bank - τράπεζ(α)
  • bakery - φουρν(ος)
  • barber shop - κουρί (κουρείο)
  • basement - ιπόγι (υπόγειο)
  • bathroom - λουτρ(ό)
  • beacon - φαρ(ος)
  • bedroom - κρεναταρί
  • boarding house - πανςί(όν)
  • boat house - λεμβοςτάςι(ο)
  • book shop - βιβλιοπωλί (βιβλιοπωλείο)
  • brasserie - μπυραρί(α)
  • brewery - ζυθοπί(ζυθοποιία)
  • butcher shop - κρεοπωλί (κρεοπωλείο)
  • café - καφετέρι(α)
  • cellar - κελάρ(ι)
  • cellar - κελάρ(ι)
  • coffee shop - καφενί (καφενείο)
  • courtyard - αυλ(ή)
  • dining room - τραπεζαρί(α)
  • eyrie - αιτοφωλί (αητοφωλιά)
  • factory - εργοςτάςι (εργοςτάςιο)
  • farm - αγρόκτιμ (αγρόκτημα)
    • farmer - αγρότ(ης)
    • farmyard - περίπολ(ος) αγρόκτιμου (αγρόκτημου)
  • flea market - γιουςουρούμ
  • garage - γαράδζ
  • gate - αυλόπορτ(α)
  • greengrocer - μανάβικ(ο)
  • ground floor - ιςόγι (ιςόγειο)
  • gymnasium - γυμναςτίρ (γυμναςτήριο)
  • hangar - υπόςτεγ(ο)
  • hostelry - ξενών(ας)
  • kitchen - κουζίν(α)
  • landlord - νικοκύρ (νοικοκύρης)
  • lighthouse - φαρ(ος)
    • lighthouse keeper - φαροφύλακ(ος)
  • loo - τουαλέτ(α)
  • maternity ward - μευτίρι (μαιευτήριο)
  • marina - μαρίν(α)
  • museum of antiquities - μουςί αρχιότιτων (μουσείο αρχιότητα)
  • station - ςταθ(ός)
    • station master - ςταθμάρχ(ης)
  • town hall - διμαρχί (δημαρχείο)
  • windmill - ανεμόμιλ (ανεμόμηλος)

Food and Drink

  • alcoholic beverage - αλκολίκ ουχ (αλκοολικός ούχο)
  • banana - μουζ
  • brandy - μπράντι
  • chicken soup - κoτόςουπ(α)
  • flat bread - λαγάν(α)
  • mulberry - μουρ(ο)
  • orange - πορτακάλ

Government

  • act - νομοχέδι(ο)
  • amendment - τροπολόγι(ία)
  • anniversary - επέτι (επέτειος)
  • budget - προϋπολογίςμ(ός)
  • census - απογράφ(η)
  • civil law - αςτίκ δικέ (αστικό δικαίο)
  • civil wedding - πολίτικ(ος) γαμ(ος)
  • council - συμβούλι δίμου (συμβούλιο δήμος)
    • councillor - διμότικ σύμβουλ (δημότικος σύμβουλος)
  • court - δικαςτίρι (δικαςτήρι)
    • court of appeal - εφετί (εφετείο)
    • court of first instance - προτ δικί (προτο δικείο)
  • customs - τελωνί (τελωνείο)
    • customs official - τελωνιάκ (τελωνείακός)
  • diplomat - διπλωμάτ(ης)
  • election - εκλόγ(ες)
  • gendarmery - χωροφυλάκ(ή)
  • identification card - ταυτίς(η)κάρτ(α)
  • Lord Chamberlain - αυλάρχ(ης)
  • Lord Chancellor - υπούργ(ος) δικεοςύνου (δικαιοςύνης)
  • mail -
    • mailman - ταχυδρόμ(ος)
    • mail wagon -
  • national defense
  • national holidays - εθνίκ(ές) εόρτ(ές)
  • passport - διαβατίρι (διαβατήριο)
  • port of entry -
  • Privy Council - ανακτοβούλι(ο)
    • Privy Councilor - ανακτοςύμβούλ(ος)
  • proof of purchase - απόδιξ αγορίς (απόδειξη αγοράς)
  • public census - διμός απογράφ (διμόσιος απογραφή)
  • self-rule - αυτόνομ(η) εξούςι(ία)
  • tax - φορ(ος)
  • tax, income - ειςοδίμ (εισοδήμος)
    • taxation - φορολόγι(ία)
    • tax official - έφορ(ος)
  • treaty - ςυνθίκ (συνθήκη)
  • VAT - φορ(ος) Προςτιθέμεν(ης) Αξίις(ας)

Military

  • barracks - κιςλ
  • brigade - τουγά
  • battalion - ταμπούρ
  • company - μπολούκ
  • cruiser - κρουβαςώρ
  • insignia - ιςαρέτ

People

  • admiral - αμιράλ
  • alderman - διμοτίκ (δημοτικός) ςύμβουλ(ος)
  • alien, foreigner - αλοδάπ (αλλοδαπός)
  • ambassador - πρεςβ(ης)
  • archiater - αρχίατ(ρος)
  • attendant - ακόλουθ(ος)
  • bailiff - φρουρ(ός)
  • benefactor - ευεργίτ (ευεργήτης)
  • captain - γιουζμπάς
  • caretaker - θιρώρ(ος) επιςτάτις
  • cashier - ταμί(ας)
  • castellan - φρουράρχ(α)
  • citizen - πολίτ(ης)
  • city dweller - αςτ(ός)
  • colonel - άλμπα
  • columnist - αρθρογράφ(ος)
  • commandant - δικίτ (διοικητής)
  • constable - κοντοςταύλ(οσ)
  • corporal - ώνμπας
  • customer - μονοτέρ(ήσ)
  • diplomat - διπλωμάτ(ης)
  • editor - ςυντάκτ(ης)
  • fireman - πυροςβέςτ(ης)
    • fireboat - μπουρλότ(ο
    • fire brigade - πυροςβεςτίκ(ή) υπερεςί(α)
    • fire engine - μιχάν (μηχανή) πυροςβέςτου
  • fishmonger - ιςχυοπόλ(ης)
  • flight attendant - αεροςυνόδ(ός)
  • foreigner - ξεν(ος)
  • forester - δαςοφύλακ(ος)
  • guest master - αρχοντάρ(ι)
  • gymnast - γυμνάςτ(ής)
    • gymnastics - γυμναςτίκ(ή)
  • husband - εφέντ
  • judge - δικάςτ(ής)
  • landlord - νικοκύρ (νοικοκύρης)
  • lieutenant - τεγμέν
  • life guard - ναυαγοςώςτ(ης)
  • mayor - δίμαρχ (δήμαρχος)
  • midwife - μαμ(ή)
  • miller - μυλών(άς)
  • Mrs. - Κύρι(α)
  • passenger - επιβάτ(ης)
  • registrar - λιξίαρχ (ληξίαρχης)
  • reporter - διμοςιογράφ(δημοσιογράφος)
  • representative - αντιπρόςωπ(ος)
  • seneschal - λογοθέτ(ης)
  • sergeant - τςάβους
  • shepherd - βοςκ(ός)
  • squadron commander - μίραρχ (μοίραρχος)
  • tourist - τουριςτίκ(ός)
  • wife - χάνιμ

Religion

  • abbey - μοναςτίρι (μοναστήριο)
  • chapel - εξωκλίς (εξωκλήσι)
  • wooden "bell" - ςίμαντρο (σήμαντρο)

Transportation (Μεταφόρ[ά])

  • airplane - ταιάρ
  • ambulance - νοςοκομιάκ (νοσοκομειακό)
  • avenue - λεωφόρ(ος)
  • bicycle - ποδίλατ (ποδήλατο)
  • buggy - αμαξάκ(ι)
  • bus - λεωφορί (λεωφορείo)
    • bus stop - ςτας(η) λεωφορίου (λεωφορείoυ)
    • bus conductor- ιςπράκτορ (εισπράκτορας)
  • cable car - τελεφερίκ(ό)
  • canal - διώρυγ(α)
    • Xerxes canal - διώρυγ Ξέρξου (διώρυγα Ξέρξου)
  • carriage - βαγόν(ι)
  • cart - κουβάλ(ά)
  • dock - λάπαθ(ο)
  • hearse - νεκροφόρ(α)
  • helicopter - ελικόπτερ(ο)
  • hearse - νεκροφόρ(α)
  • highway - εθνικόδ (εθνική οδός)
  • hovercraft - χοβερκραφτ
  • lane - λωρίδ(α)
  • lane - λωρίδ(α)
  • pathway - μονοπάτι(α)
  • runway - πιςτ
  • taxi - ταξί
    • taxi driver - ταξίτς (ταξιτζής)
  • tunnel - ςίραγγ (σήραγγα)
    • tunnel - ςίραγγ (σήραγγα)

Other

  • Athens - κλινάςτ (κλεινό άστυ)
  • banner - λάβαρ(ο)
  • battery - μπατάρ
  • bay - κολπ (κόλπος)
  • beach - αμουδί (αμμουδία)
  • beret - μπερέ(ς)
  • border planting - μεθόρ(ιος) φύτεμ(α)
  • bowling - μπόουλινγκ
  • canyon - φαράγγ(ι)
  • carnival - καρναβάλ(ι)
  • café - καφετέρι(α)
  • certificate of merit - εύριμ (εύρημα)
  • chronicle - χρονίκ(ό)
  • coat of arms - ικόςιμ (οικόσημος)
  • firearms - πυροβόλ(ο) όπλ(ο)
  • fishing boat - ψαρόβαρκ(α)
  • flag - μπαϊράκ
    • flag code - κώδικ(ας)
  • golden eagle protection - χρυςαέτ(ος) προςτάς(ία)</font)
  • gratuity - χρυςαέτ(ος) προςτάς(ία)</font)
  • grocery - μπακάλικ(ο)
  • guidebook - οδίγ (οδιγός)
  • holiday resort - θέρετρ(ο)
  • independence - ανεξαρτιςί(α)
    • Independence Day - ιμέρ (ημέρα) ανεξαρτιςίου
  • large village - κεφαλοχώρ(ι)
  • loom - αργαλί (αργαλείος)
  • movie - τενί (ταινία)
  • national emblems - εθνίκ(ός) ςύμβολ(ο)
  • Order of Merit of the Garden of the All-holy - Τάγμ' Ευπιίs Κίπου Παναγίις (Τάγμα Ευποιίas του Κήπου της Παναγίας)
  • penalties - πιν (ποινή)
  • reconstruction - αναςυγκρότις (αναςυγκρότηση)
  • rifle - τουφέκ
  • vineyard - αμπέλ(ι)
  • viticulture - αμπελοκομί(α)
  • wildlife sanctuary - άγρι(α) ζω(α) καταφύγ(ιο)
  • wild olive - κότιν(ος)