Athonite Vocabulary: Difference between revisions

From FrathWiki
Jump to navigationJump to search
(Vocabulary added.)
(V)
Line 12: Line 12:
*balcony - <font color=blue>μπαλκόν(ι)</font>
*balcony - <font color=blue>μπαλκόν(ι)</font>
*bank - <font color=blue>τράπεζ(α)</font>
*bank - <font color=blue>τράπεζ(α)</font>
*café - <font color=blue>καφετέρι(α)</font>
*bakery - <font color=red>φουρν(ος)</font>
*bakery - <font color=red>φουρν(ος)</font>
*basement - <font color=blue>ιπόγι (υπόγειο)</font>
*basement - <font color=blue>ιπόγι (υπόγειο)</font>
Line 20: Line 19:
*boat house - <font color=blue>λεμβοςτάςι(ο)</font>
*boat house - <font color=blue>λεμβοςτάςι(ο)</font>
*book shop - <font color=blue>βιβλιοπωλί (βιβλιοπωλείο)</font>
*book shop - <font color=blue>βιβλιοπωλί (βιβλιοπωλείο)</font>
*brasserie - <font color=blue>μπιραρία (μπραρία)</font>
*brasserie - <font color=blue>μπυραρί(α)</font>
*brewery - <font color=blue>ζυθοπιί(α)</font>
*brewery - <font color=blue>ζυθοπί(ζυθοποιία)</font>
*butcher shop - <font color=red>κρεοπωλί (κρεοπωλείο)</font>
*butcher shop - <font color=red>κρεοπωλί (κρεοπωλείο)</font>
*café - <font color=blue>καφετέρι(α)</font>
*cellar - <font color=blue>κελάρ(ι)</font>
*columbarium - <font color=blue>περιςτερών(ας)</font>
*columbarium - <font color=blue>περιςτερών(ας)</font>
*garage - <font color=red>γαράδζ</font>
*garage - <font color=red>γαράδζ</font>
*museum of antiquities - <font color=blue>μουςί αρχιότιτ (μουσείο αρχιότητα)</font>
*museum of antiquities - <font color=blue>μουςί αρχιότιτων (μουσείο αρχιότητα)</font>
*windmill - <font color=blue>ανεμόμιλ (ανεμόμηλος)</font>
*windmill - <font color=blue>ανεμόμιλ (ανεμόμηλος)</font>


Line 38: Line 39:
*amendment - <font color=blue>τροπολόγι(ία)</font>
*amendment - <font color=blue>τροπολόγι(ία)</font>
*anniversary - <font color=blue>επέτι (επέτειος)</font>
*anniversary - <font color=blue>επέτι (επέτειος)</font>
*budget - <font color=blue>προϋπολογίςμ(ός)</font>
*census - <font color=blue>απογράφ(η)</font>
*census - <font color=blue>απογράφ(η)</font>
*budget - <font color=blue>προϋπολογίςμ(ός)</font>
*civil law - <font color=blue>αςτίκ δικέ (αςτικό δικαίο)</font>
*gendarmery - <font color=blue>χωροφυλάκ(ή)</font>
*gendarmery - <font color=blue>χωροφυλάκ(ή)</font>
*identification card - <font color=blue>ταυτίς(η)κάρτ(α)</font>
*identification card - <font color=blue>ταυτίς(η)κάρτ(α)</font>
Line 48: Line 50:
*Privy Council - <font color=blue>ανακτοβούλι(ο)</font>
*Privy Council - <font color=blue>ανακτοβούλι(ο)</font>
**Privy Councilor - <font color=blue>ανακτοςύμβούλ(ος)</font>
**Privy Councilor - <font color=blue>ανακτοςύμβούλ(ος)</font>
*proof of purchase - <font color=blue>απόδιξ αγόρ (απόδειξη αγοράς)</font>
*proof of purchase - <font color=blue>απόδιξ αγορίς (απόδειξη αγοράς)</font>
*public census - <font color=blue> διμός απογράφ (διμόσιος απογραφή)</font>
*public census - <font color=blue> διμός απογράφ (διμόσιος απογραφή)</font>
*taxation - <font color=blue>φορολόγι(ία)</font>
*taxation - <font color=blue>φορολόγι(ία)</font>
Line 71: Line 73:
*benefactor - <font color=blue>ευεργίτ (ευεργήτης)</font>
*benefactor - <font color=blue>ευεργίτ (ευεργήτης)</font>
*captain - <font color=red>γιουζμπάς</font>
*captain - <font color=red>γιουζμπάς</font>
*caretaker - θιρώρ(ος) επιςτάτις
*caretaker - <font color=blue>θιρώρ(ος) επιςτάτις</font>
*cashier - <font color=blue>ταμί(ας)</font>
*castellan - <font color=blue>φρουράρχ(α)</font>
*castellan - <font color=blue>φρουράρχ(α)</font>
*citizen - <font color=blue>πολίτ(ης)</font>
*city dweller - <font color=blue>αςτ(ός)</font>
*colonel -<font color=red>άλμπα</font>
*colonel -<font color=red>άλμπα</font>
*constable - <font color=blue>κοντοςταύλ(οσ)</font>
*constable - <font color=blue>κοντοςταύλ(οσ)</font>
Line 94: Line 99:
*airplane - <font color=red>ταιάρ</font>
*airplane - <font color=red>ταιάρ</font>
*ambulance - <font color=blue>νοςοκομιάκ (νοσοκομειακό)</font>
*ambulance - <font color=blue>νοςοκομιάκ (νοσοκομειακό)</font>
*cable car - <font color=blue>τελεφερίκ(ό) </font>
*avenue - <font color=blue>λεωφόρ(ος)</font>
*avenue - <font color=blue>λεωφόρ(ος)</font>
*bicycle - <font color=blue>ποδίλατ (ποδήλατο)</font>
*bicycle - <font color=blue>ποδίλατ (ποδήλατο)</font>
Line 101: Line 105:
**bus stop - <font color=blue>ςτας(η) λεωφορίου (λεωφορείoυ)</font>
**bus stop - <font color=blue>ςτας(η) λεωφορίου (λεωφορείoυ)</font>
**bus conductor- <font color=blue>ιςπράκτορ (εισπράκτορας)</font>
**bus conductor- <font color=blue>ιςπράκτορ (εισπράκτορας)</font>
*cable car - <font color=blue>τελεφερίκ(ό) </font>
*canal - <font color=blue>διώρυγ(α)</font>
*canal - <font color=blue>διώρυγ(α)</font>
*carriage - <font color=blue>βαγόν(ι)</font>
*cart - <font color=blue>κουβάλ(ά) </font>
*paved roads - <font color=blue>πλακόςτρατ(ος)</font>
*paved roads - <font color=blue>πλακόςτρατ(ος)</font>
*runway - <font color=red>πιςτ</font>
*runway - <font color=red>πιςτ</font>
Line 109: Line 116:
====Other====
====Other====
*battery - <font color=red>μπατάρ</font>
*battery - <font color=red>μπατάρ</font>
*bay - <font color=blue>κολπ (κόλπος)
*bay - <font color=blue>κολπ (κόλπος)</font>
*beach - <font color=blue>αμουδί (αμμουδία)
*beach - <font color=blue>αμουδί (αμμουδία)</font>
*beret - <font color=blue>μπερέ(ς)
*beret - <font color=blue>μπερέ(ς)</font>
*border planting - <font color=blue>μεθόρ(ιος) φύτεμ(α)</font>
*border planting - <font color=blue>μεθόρ(ιος) φύτεμ(α)</font>
*bowling - <font color=blue>μπόουλινγκ</font>
*bowling - <font color=blue>μπόουλινγκ</font>
*canyon - <font color=blue>φαράγγ(ι)</font>
*canyon - <font color=blue>φαράγγ(ι)</font>
*crimes - <font color=blue>έγκιμα (έγκημα)</font>
*carnival - <font color=blue>καρναβάλ(ι)</font>
*café - <font color=blue>καφετέρι(α)</font>
*chronicle - <font color=blue>χρονίκ(ό)</font>
*firearms - <font color=blue>πυροβόλ(ο) όπλ(ο)</font>
*firearms - <font color=blue>πυροβόλ(ο) όπλ(ο)</font>
*flag - <font color=red>μπαϊράκ</font>
*flag - <font color=red>μπαϊράκ</font>
*golden eagle protection - <font color=blue>ψρυςαέτ(ος) προςτάς(ία)</font)
*golden eagle protection - <font color=blue>χρυςαέτ(ος) προςτάς(ία)</font)
**flag code - <font color=blue>κώδικ(ας)</font>
**flag code - <font color=blue>κώδικ(ας)</font>
*livestock - <font color=blue>ξω(α) κτινοτρόφι(ίας)</font>
*livestock - <font color=blue>ξω(α) κτινοτρόφι(ίας)</font>

Revision as of 18:52, 2 August 2009

  • Athonite words pertinent to the MR. These are words that I've needed as I have been putting together informationi about the MR.
    • Athonite nouns are indeclinable.
    • Greek endings (or words) in parentheses.
    • Words of Turkish origin in red.

Animals

  • bird of prey - αρπατίκ πουλ (αρπατικό πουλί)
  • elephant - φιλ

Buildings

  • aviary - πτινοπτροφί (πτηνοπτροφείο)
  • balcony - μπαλκόν(ι)
  • bank - τράπεζ(α)
  • bakery - φουρν(ος)
  • basement - ιπόγι (υπόγειο)
  • beacon - φαρ(ος)
  • bedroom - κρενατοκάμαρ(α)
  • boarding house - πανςί(όν)
  • boat house - λεμβοςτάςι(ο)
  • book shop - βιβλιοπωλί (βιβλιοπωλείο)
  • brasserie - μπυραρί(α)
  • brewery - ζυθοπί(ζυθοποιία)
  • butcher shop - κρεοπωλί (κρεοπωλείο)
  • café - καφετέρι(α)
  • cellar - κελάρ(ι)
  • columbarium - περιςτερών(ας)
  • garage - γαράδζ
  • museum of antiquities - μουςί αρχιότιτων (μουσείο αρχιότητα)
  • windmill - ανεμόμιλ (ανεμόμηλος)

Food and Drink

  • alcoholic beverage - αλκολίκ ουχ (αλκοολικός ούχο)
  • banana - μουζ
  • brandy - μπράντι
  • orange - πορτακάλ

Government

  • act - νομοχέδι(ο)
  • amendment - τροπολόγι(ία)
  • anniversary - επέτι (επέτειος)
  • budget - προϋπολογίςμ(ός)
  • census - απογράφ(η)
  • civil law - αςτίκ δικέ (αςτικό δικαίο)
  • gendarmery - χωροφυλάκ(ή)
  • identification card - ταυτίς(η)κάρτ(α)
  • national defense
  • national holidays - εθνίκ(ές) εόρτ(ές)
  • passport - διαβατίρι (διαβατήριο)
  • port of entry -
  • Privy Council - ανακτοβούλι(ο)
    • Privy Councilor - ανακτοςύμβούλ(ος)
  • proof of purchase - απόδιξ αγορίς (απόδειξη αγοράς)
  • public census - διμός απογράφ (διμόσιος απογραφή)
  • taxation - φορολόγι(ία)
  • self-rule - αυτόνομ(η) εξούςι(ία)

Military

  • barracks - κιςλ
  • brigade - τουγά
  • battalion - ταμπούρ
  • company - μπολούκ
  • cruiser - κρουβαςώρ
  • insignia - ιςαρέτ

People

  • admiral - αμιράλ
  • alderman - διμοτίκ (δημοτικός) ςύμβουλ(ος)
  • alien, foreigner - αλοδάπ (αλλοδαπός)
  • ambassador - πρεςβ(ης)
  • archiater - αρχίατ(ρος)
  • attendant - ακόλουθ(ος)
  • bailiff - φρουρ(ός)
  • benefactor - ευεργίτ (ευεργήτης)
  • captain - γιουζμπάς
  • caretaker - θιρώρ(ος) επιςτάτις
  • cashier - ταμί(ας)
  • castellan - φρουράρχ(α)
  • citizen - πολίτ(ης)
  • city dweller - αςτ(ός)
  • colonel -άλμπα
  • constable - κοντοςταύλ(οσ)
  • corporal - ώνμπας
  • diplomat - διπλωμάτ(ης)
  • guest master - αρχοντάρ(ι)
  • husband - εφέντ
  • lieutenant - τεγμέν
  • Mr. - Κυρ(ιος)
  • Mrs. - Κύρι(α)
  • representative - αντιπρόςωπ(ος)
  • seneschal - λογοθέτ(ης)
  • sergeant - τςάβους
  • wife - χάνιμ

Religion

  • abbey - μοναςτίρι (μοναςτήριο)
  • wooden "bell" - ςίμαντρο (σήμαντρο)

Transportation (Μεταφόρ[ά])

  • airplane - ταιάρ
  • ambulance - νοςοκομιάκ (νοσοκομειακό)
  • avenue - λεωφόρ(ος)
  • bicycle - ποδίλατ (ποδήλατο)
  • buggy - αμαξάκ(ι)
  • bus - λεωφορί (λεωφορείo)
    • bus stop - ςτας(η) λεωφορίου (λεωφορείoυ)
    • bus conductor- ιςπράκτορ (εισπράκτορας)
  • cable car - τελεφερίκ(ό)
  • canal - διώρυγ(α)
  • carriage - βαγόν(ι)
  • cart - κουβάλ(ά)
  • paved roads - πλακόςτρατ(ος)
  • runway - πιςτ
  • taxi - ταξί
    • taxi driver - ταξίτς (ταξιτζής)

Other

  • battery - μπατάρ
  • bay - κολπ (κόλπος)
  • beach - αμουδί (αμμουδία)
  • beret - μπερέ(ς)
  • border planting - μεθόρ(ιος) φύτεμ(α)
  • bowling - μπόουλινγκ
  • canyon - φαράγγ(ι)
  • carnival - καρναβάλ(ι)
  • café - καφετέρι(α)
  • chronicle - χρονίκ(ό)
  • firearms - πυροβόλ(ο) όπλ(ο)
  • flag - μπαϊράκ
  • golden eagle protection - χρυςαέτ(ος) προςτάς(ία)</font)
    • flag code - κώδικ(ας)
  • livestock - ξω(α) κτινοτρόφι(ίας)
  • national emblems - εθνίκ(ός) ςύμβολ(ο)
  • penalties - πιν (ποινή)
  • reconstruction - αναςυγκρότις (αναςυγκρότηση)
  • rifle - τουφέκ
  • vineyard - αμπέλ(ι)
  • viticulture - αμπελοκομί(α)
  • wildlife sanctuary - άγρι(α) ζω(α) καταφύγ(ιο)